- αγρυπνητής
- οθηλ. -ήτρα αυτός που παρακολουθεί μια εκκλησιαστική αγρυπνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγρυπνητής — ο (θηλ. πνήτρα και πνήτρια) [αγρυπνώ] αυτός που ξαγρυπνά και ιδιαίτερα αυτός που παρακολουθεί εκκλησιαστική αγρυπνία (κν. ολονυκτία) … Dictionary of Greek
αγρυπνώ — [Α ἀγρυπνῶ ( έω)] 1. δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα, μένω άγρυπνος, ξενυχτώ 2. προσέχω, επιτηρώ, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγρυπνος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγρυπνητικός νεοελλ. αγρύπνημα, αγρυπνητής] … Dictionary of Greek